ἅμιππος

ἅμιππος
ἅμιππος
keeping up with horses
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • άμιππος — ἅμιππος, ον (Α) 1. αυτός που συμβαδίζει με άλογα, που είναι δηλ. ταχύς σαν άλογο 2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἅμιπποι πεζοί στρατιώτες που παρατάσσονταν ανάμεσα στους ιππείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμα «συγχρόνως μαζί» + ἵππος] …   Dictionary of Greek

  • ἅμιππον — ἅμιππος keeping up with horses masc/fem acc sg ἅμιππος keeping up with horses neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμίπποις — ἅμιππος keeping up with horses masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμίππους — ἅμιππος keeping up with horses masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμίππων — ἅμιππος keeping up with horses masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅμιπποι — ἅμιππος keeping up with horses masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”